-
1 αὐτόματος
1 spontaneous, unpromptedμελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ P. 4.60
αὐτόματοι δ' ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες ἐπλάζοντο fr. 166. 4. -
2 πλάζω
πλάζω pass.a wander, go astray ὁ δἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (Boeckh: ἅμαρτεν ἵκ. δ' εἰς ἐφ. codd.) N. 7.37b met., wander in one's mind, lose one's senses αὐτόματοι δ' ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες ἐπλάζοντο (sc. Κένταυροι) fr. 166. 5.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский